αρχοντολόι

αρχοντολόι
το (Μ ἀρχοντολόγιν)
1. το σύνολο των αρχόντων ή η τάξη των αρχόντων
2. η τάξη των πλουσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + -λόι < μσν. -λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. μελισσολόι, σκυλολόι, συγγενολόι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχοντολόι — το γιού, η τάξη των αρχόντων, οι προύχοντες: Το αρχοντολόι έβραζε, όταν του βγαινε μπροστά κάποιος από τη φτωχολογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • γενεαλόγι — το (Μ γενεαλόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. οι συγγενείς, η οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενεά + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γενολόγι — το (Μ γενολόγιον και γενολόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. η οικογένεια, οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, γενεαλόγι, μελισσολόι κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γυναικολό(γ)ι — το το γυναικομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + λο(γ) ι* (πρβλ. αρχοντολόι, παπαδολόγι)] …   Dictionary of Greek

  • δενδρολό(γ)ι — το πυκνή συστάδα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρο + λό(γ)ι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”